συμφράδμων

συμφράδμων
συμφράδμων, ονος, , ,
A one who joins in considering, counsellor,

αἲ γὰρ . . τοιοῦτοι δέκα μοι συμφράδμονες εἶεν Il.2.372

;

σ. θέσθαι τινά Call.Aet.3.1.28

, Naumach. ap. Stob.4.23.7, cf. Posidon. ap. Gal.5.400, Tryph.112.
II harmonious, in accord,

κανόνες σ. αὐλῶν AP9.365

(Jul.);

θυμός A.R.Fr.8

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συμφράδμων — one who joins in considering masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφράδμων — ονος, ὁ, ἡ, Α 1. σύμβουλος («συμφράδμων Ὀδυσῆι παρίστατο θοῡρις Ἀθήνη», Τρυφιόδ.) 2. αρμονικός 3. φρ. «συμφράδμονα θέσθαί τινα» το να κάνει κανείς κάποιον σύμβουλό του (Καλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συμφράζομαι «συσκέπτομαι, συμβουλεύω» + επίθημα μων… …   Dictionary of Greek

  • συμφράδμονα — συμφράδμων one who joins in considering masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφράδμονας — συμφράδμων one who joins in considering masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφράδμονες — συμφράδμων one who joins in considering masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφράδμονι — συμφράδμων one who joins in considering masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφράδμοσιν — συμφράδμων one who joins in considering masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”